- Συρικάς
- Συρικά̱ς , Συρικόςfrom Syriafem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύρικας — ο, Ν. βοτ. κρυπτογαμική νόσος τών φυτών από μικρομύκητες τού γένους ερυσίβη … Dictionary of Greek
συρίκι — και σιρίκι, το, Ν 1. ποικιλία σταφυλιού μαύρου χρώματος 2. ο σύρικας 3. είδος κόκκινης βαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. συρικόν (χρώμα), ουδ. τού συρικός, μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. *συρίκιον] … Dictionary of Greek
συρίκιασμα — το, Ν [συρικιάζω] ο σύρικας … Dictionary of Greek
συρικώνω — Ν [σύρικας] 1. συρικιάζω 2. (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) συρικωμένος, η, ο αυτός που έχει προσβληθεί από σύρικα … Dictionary of Greek